- θυσανώδης
- θῠσαν-ώδης, ες,A = θυσανόεις, tassel-like, bunched,
ῥίζα Thphr.HP1.6.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ῥίζα Thphr.HP1.6.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θυσανώδης — ες (Α θυσανώδης, ες) [θύσανος] θυσανοειδής* … Dictionary of Greek
θυσανώδεις — θυσανώδης tassel like masc/fem acc pl θυσανώδης tassel like masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
θύσανος — Σύνολο νημάτων που έχουν ίσο μέγεθος και δένονται σφιχτά από τη μία πλευρά, ενώ από την άλλη αφήνονται ελεύθερα· η φούντα. (Βοτ.) Κυματώδης ταξιανθία. Εμφανίζεται, όταν από τον κύριο μονανθικό άξονα (κλάδο) φυτρώνουν, από αριστερά και δεξιά,… … Dictionary of Greek
φουντωτός — ή, ό, Ν [φουντώνω (Ι)] 1. αυτός που μοιάζει με φούντα, θυσανώδης («φουντωτά μαλλιά») 2. (για φυτό) πυκνόφυλλος, δασύς, φουντωμένος («φουντωτό δέντρο») 3. αυτός που είναι στολισμένος με φούντα ή με φούντες («φουντωτά τσαρούχια») … Dictionary of Greek